τσιφλικάς
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Greek Monolingual
ο, Ν
1. ιδιοκτήτης τσιφλικιού
2. (γενικά) μεγαλοκτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσιφλίκι + κατάλ. -άς (πρβλ. γυναικ-άς)].