Γηράσκω δ᾽ αἰεὶ πολλὰ διδασκόμενος → I grow old always learning many things
το, Νη ενέργεια του φέγγω, εκπομπή ή παροχή φωτός, φωτισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φεξ- του αορ. έ-φεξ-α του φέγγω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. χάσ-ιμο)].