φθογγήεις

From LSJ
Revision as of 19:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθογγήεις Medium diacritics: φθογγήεις Low diacritics: φθογγήεις Capitals: ΦΘΟΓΓΗΕΙΣ
Transliteration A: phthongḗeis Transliteration B: phthongēeis Transliteration C: fthoggieis Beta Code: fqoggh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, contr. φθογγῆς, sounding, Hdn.Gr.2.618, al.; φωνήεντας καὶ φθογγήεντας, of vowels, Nicom. Exc.6.

Greek (Liddell-Scott)

φθογγήεις: εσσα, εν, συνῃρ. φθογγῆς, φθογγῆντος, ὁ ποιῶν φθόγγον, ἠχῶν, Α. Β. 1188.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φθογγῆς, -ῆντος, Α
αυτός που παράγει ήχο, που έχει φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθογγή + κατάλ. -ήεις (πρβλ. τολμ-ήεις), βλ. λ. -όεις].