Λίαν φιλῶν σεαυτὸν οὐχ ἕξεις φίλον → Amans sui ipse nimis amicu'st nemini → Wer allzu sehr sich selbst liebt, findet keinen Freund
φωνασκῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
(ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ-ασκῶ)].