ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
η, Ν1. φρόνηση, σωφροσύνη2. σοβαρότητα χαρακτήρα3. χρηστότητα, ηθικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. νοστιμ-άδα)].