γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)
η1. καπνοδόχος2. (συνεκδ. και σε κωμική έκφρ.) ψηλό κυλινδρικό επίσημο καπέλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. caminada < λατ. caminus < αρχ. κάμινος].