ἀνηκέστως
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
French (Bailly abrégé)
adv.
1 sans remède, d'une façon incurable ; ἀνηκέστως λέγειν ESCHN parler sans s'arrêter;
2 avec cruauté, avec atrocité : ἀνηκέστως διατιθέναι HDT traiter avec barbarie.
Étymologie: ἀνήκεστος.
Russian (Dvoretsky)
ἀνηκέστως:
1 немилосердно, жестоко (διατιθέναι Her.; χρῆσθαι τοῖς ἐχθροῖς Plut.);
2 безмерно, без умолку (λέγειν Aeschin.).
English (Woodhouse)
(see also: ἀνήκεστος) incurably