Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
η (AM ἐρέα)νεοελλ.είδος μάλλινου ανθεκτικού υφάσματος (κν. τσόχα)μσν.επίσημο αρχιερατικό ένδυμααρχ.-μσν.μαλλί, έριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < είρος (θ. ερ-) «μαλλί» + επίθημα -έα (πρβλ. αιγ-έα)].