ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
μηχανῑτις, -ιδος, ἡ (Α)μαχανίτις.[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. σελην-ίτις)].