χυτρίνος

Revision as of 15:35, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών
αρχ.
1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους
2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ-ῖνος)].