τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
το, Ν
1. ο χρυσός
2. (κατ' επέκτ.) πλούτος («δεν θέλω παλάτια και χρυσάφια εγώ!», Καρκβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός (Ι) + υποκορ. κατάλ. -άφι(ον) (πρβλ. χωρ-άφι)].