ψιλοβρόχι

From LSJ
Revision as of 15:41, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm

Menander, Monostichoi, 201

Greek Monolingual

το, Ν
ψιλόβροχο, ψιχάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλο- + -βρόχι (< βροχή), πρβλ. πρωτο-βρόχι].