φαρύγγεθρον

Revision as of 14:08, 16 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, = φάρυγξ, Hp.Anat.1, Ruf.Onom.62, Aret.SA 1.7:—φαρύγεθρον Poll.2.207 (with v.l. φαρύγετρον ib.99); φαρύγαθρον Hsch.

German (Pape)

[Seite 1257] τό, = Folgdm, Poll. 2, 99. 207.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰρύγγεθρον: ἢ φᾰρύγεθρον, τό, = φάρυγξ, Ἱππ. 915Η, Ροῦφ.· ― φαρύγετρον παρὰ Πολυδ. Β΄, 99, καὶ διάφορ. γραφὴ αὐτόθι 207. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φαρύγεθρον. ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».

Greek Monolingual

και φαρύγεθρον και φαρύγετρον και φαρύγαθρον, τὸ, Α
1. φάρυγγας
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρύγεθρον
ὁ κατὰ τὰ παρίσθμια τόπος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρυξ, -υγος / -υγγος (για τις μορφές του θ. βλ. λ. φάρυγγας) + επίθημα -ε-θρον (πρβλ. σκανδάληθρον). Η μορφή -ε-θρον του επιθήματος μπορεί να ερμηνευθεί ως αναλογικός σχηματισμός προς τ. που προέρχονται από δισύλλαβες ρίζες (πρβλ. ὄλ-ε-θρος)].