παντοκράτορας

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source

Greek Monolingual

και παντοκράτωρ, ο / ΑΜ παντοκράτωρ, -ορος, Α θηλ. παντοκράτειρα, ΝΜΑ
1. αυτός που εξουσιάζει και κυβερνά τα πάντα, ο παντοδύναμοςπιστεύω εἰς ἕνα Θεὸν πατέρα παντοκράτορα», Σύμβολο Πίστεως)
2. ως κύριο όν. ο Παντοκράτορας
ο Παντοδύναμος, ο Θεός·]
νεοελλ.
η παράσταση του Ιησού Χριστού στον τρούλλο τών χριστιανικών ναών, ως εξουσιαστή τών πάντων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -κράτωρ(βλ. λ. αυτοκράτωρ)].