συγγείτνιος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον, neighbouring, CPR206.9 (ii A.D.).
Greek Monolingual
-ον, Α
συγγείτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + γείτνιος «γειτονικός»].