Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
Full diacritics: νεασμός | Medium diacritics: νεασμός | Low diacritics: νεασμός | Capitals: ΝΕΑΣΜΟΣ |
Transliteration A: neasmós | Transliteration B: neasmos | Transliteration C: neasmos | Beta Code: neasmo/s |
ὁ, = foreg., Gp.2.23.6, 3.3.10.
[Seite 235] ὁ, = νέασις, Geopon.
νεασμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γεωπ. 2. 23, 6.
νεασμός, ὁ (Μ)
η νέαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῶ (Ι) «καλλιεργώ νέο αγρό» + κατάλ. -σμός].