μεθόπωρον
From LSJ
English (LSJ)
τό, = μετόπωρον, Phld.Piet.in Stud.Pal.6.130, Hsch., and codd. of Hp.Aër.6, etc.:—hence μεθοπωρινός, = μετοπωρινός, Eudox. Ars2.28, al.; μ. πυλαία BCH38.26 (Delph., ii B. C.); ἰσημερία μ. Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
μεθόπωρον: μετόπωρον· «μετὰ τὴν ὀπώραν. τροπὴ μετὰ τὸ θέρος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μεθόπωρον, το (ΑM)
το φθινόπωρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + -οπωρον (< ὀπώρα και ὁπώρα «φθινόπωρο»)].