ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
Full diacritics: κορύμβιον | Medium diacritics: κορύμβιον | Low diacritics: κορύμβιον | Capitals: ΚΟΡΥΜΒΙΟΝ |
Transliteration A: korýmbion | Transliteration B: korymbion | Transliteration C: korymvion | Beta Code: koru/mbion |
τό, Dim. of A κόρυμβος III, Dsc.3.94. II = λυχνὶς στεφανωματική, Ps.-Dsc.3.100.
κορύμβιον, τὸ (Α)
1. (υποκορ. του κόρυμβος) μικρός λοφίσκος άνθους ή καρπού κισσού
2. το φυτό λυχνίς η στεφανωματική.