θελκτικός

From LSJ
Revision as of 16:56, 11 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτικός Medium diacritics: θελκτικός Low diacritics: θελκτικός Capitals: ΘΕΛΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: thelktikós Transliteration B: thelktikos Transliteration C: thelktikos Beta Code: qelktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, = θελκτήριος (charming, enchanting), δύναμις Sch. E. Or. 211.

German (Pape)

[Seite 1193] bezaubernd, beschwichtigend, anlockend, τὰ θελκτικὰ τῆς μουσικῆς πάθη Schol. Pind. P. 1, 21.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Σχόλ. Εὐρ. Ὀρ. 211.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θελκτικός, -ή, -όν) θέλγω
αυτός που έχει την ιδιότητα ή τη δύναμη να θέλγει, ελκυστικός, γοητευτικός («θελκτικές υποσχέσεις»).
επίρρ...
θελκτικώς και -ά
με ελκυστικό τρόπο.