καμινευτικός

From LSJ
Revision as of 00:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμῑνευτικός Medium diacritics: καμινευτικός Low diacritics: καμινευτικός Capitals: ΚΑΜΙΝΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kamineutikós Transliteration B: kamineutikos Transliteration C: kamineftikos Beta Code: kamineutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for a furnace, Suid. s.v. κοδομήϊον.

German (Pape)

[Seite 1317] = καμινιαῖος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καμῑνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κάμινον, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καμινευτικός, -ή, -όν) καμινεύω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμίνευση, αυτός που συντελεί στην τήξη τών μετάλλων.