αὔξημα
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ατος, τό, = αὔξη (growth, increase), Hp. Oct. 11, E. Hyps. Fr. 3ii5 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
crecimiento οὐκ αὐξήματος, ἀλλ' οἰδήματος Hp.Oct.2.8, cf. E.Fr.1.2.6Bond.
German (Pape)
[Seite 394] τό, das Vermehrte, Zuwachs, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
αὔξημα: τό = τῷ προηγ., Ἱππ. 259. 2.