Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
Full diacritics: σταιτήϊα | Medium diacritics: σταιτήϊα | Low diacritics: σταιτήϊα | Capitals: ΣΤΑΙΤΗΪΑ |
Transliteration A: staitḗïa | Transliteration B: staitēia | Transliteration C: staitiia | Beta Code: staith/i+a |
πέμματος εἶδος, Hsch. στα<ι>τίας· ἄρτου εἶδος, Id.
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέμματος εἶδος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταίς, σταιτός «ζυμάρι» + -ηϊα (πρβλ. αριστήια)].