κυμβαλιστής
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, cymbal player, player upon cymbals, D.C.50.27.
Greek (Liddell-Scott)
κυμβᾰλιστής: -οῦ, ὁ, ὁ κρούων τὰ κύμβαλα, Δίων Κ. 50. 27.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κυμβαλίστρια (Α κυμβαλιστής, θηλ. κυμβαλίστρια) κυμβαλίζω
αυτός που κρούει κύμβαλο, παίκτης κυμβάλου.
German (Pape)
ὁ, der Zymbelschläger, -spieler, DC. 50.27.