ὑδροχοεύς
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
έως, ὁ, v. ὑδροχόος (water-pourer, Aquarius)
German (Pape)
[Seite 1174] ὁ, der Wassermann, als Gestirn, Arat. Phaen. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδροχοεύς: έως, ὁ ἴδε ἐν λέξ. ὑδροχόος.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
υδροχόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + χοεύς (< χέω), πρβλ. οἰνοχοεύς].