μυροποιητής
From LSJ
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
οῦ, ὁ, perfumer, Cat.Cod.Astr.8(4).137.
Greek Monolingual
μυροποιητής, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιητής, μέσω αμάρτυρου ρ. μυροποιῶ].