μυροποιητής
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
μυροποιητοῦ, ὁ, perfumer, Cat.Cod.Astr.8(4).137.
Greek Monolingual
μυροποιητής, ὁ (Α)
αυτός που παρασκευάζει μύρα, αρώματα, ο αρωματοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ποιητής, μέσω αμάρτυρου ρ. μυροποιῶ].