ἀδερκής
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ές, unseen, invisible, AP11.372 (Agath.).
Spanish (DGE)
-ές
invisible αὔρη AP 11.372 (Agath.), φήμη Pamprepius 1ue.2
•neutr. plu. subst. ὄφρα κε δερκομένοισιν ἀδερκέα φῶτες ἕλωσι Gr.Naz.M.37.1556.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non vu ; invisible.
Étymologie: ἀ, δέρκομαι.
German (Pape)
αὔρη, unsichtbar, Agath. 75 (XI.372).
Russian (Dvoretsky)
ἀδερκής: невидимый, незримый (αὔρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδερκής: -ές, ἀφανής, ἀόρατος, Ἀνθ. Π. 11. 372.
Greek Monotonic
ἀδερκής: -ές (δέρκομαι), αφανής, αόρατος, σε Ανθ.