μελάμφωνος
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον, with indistinct voice, Id.5.384.
German (Pape)
[Seite 119] mit dunkler, heiserer Stimme, Gal.
Greek (Liddell-Scott)
μελάμφωνος: -ον, ὁ ἔχων ἀμυδράν, ἀσαφῆ ἢ βραχνὴν φωνήν, Λατ. fusca voce, Γαλην. 5. 384.
Greek Monolingual
μελάμφωνος, -ον (Α)
αυτός που έχει αμυδρή, μη ευκρινή ή βραχνή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φωνή.