φλέγος
From LSJ
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
τό, = φλόξ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1291] τό, = φλόξ, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φλέγος: τό, = φλόξ, «φλέγος· τὸ φλέγμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ους, τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «φλέγος
τὸ φλέγμα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγω, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος (για τη μορφή φλεγεσ- του θ., στην οποία οδηγεί το σιγμόληκτο ουδ., βλ. και λ. φλέγω)].