παραίβολος
From LSJ
Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well
English (LSJ)
ον, poet. for παράβολος.
German (Pape)
[Seite 479] poet. st. παράβολος; παραίβολα κερτομεῖν, wahrscheinlich wie παραβλήδην ἀγορεύειν, sich mit scherzhaften Seitenblicken od. Seitenhieben necken, Hom. h. Merc. 56.
Greek (Liddell-Scott)
παραίβολος: -ον, ποιητ. ἀντὶ παράβολος, ἴδε ἐν λ. παραβλήδην.
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. παράβολος.
Greek Monotonic
παραίβολος: -ον, ποιητ. αντί παράβολος.