περικάω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
Att. for περικαίω.
German (Pape)
[Seite 579] att. statt περικαίω.
Greek (Liddell-Scott)
περικάω: Ἀττ. ἀντὶ πρικαίω.
Greek Monolingual
Α
(αττ. τ.) βλ. περικαίω.
Greek Monotonic
περικάω: Αττ. αντί περικαίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-κάω, Ion. περικαίω rondom in brand steken; overdr. opwinden: med.. τί ποτε... δεινῶς οὕτω περικάονται waarom ze toch zo vreselijk opgewonden zijn And. 2.2.