κατειλίσσω

From LSJ
Revision as of 11:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

τὰ μέλλοντα τοῖς γεγενημένοις τεκμαίρεσθαι → determine the future on the basis of the past

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλίσσω Medium diacritics: κατειλίσσω Low diacritics: κατειλίσσω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΙΣΣΩ
Transliteration A: kateilíssō Transliteration B: kateilissō Transliteration C: kateilisso Beta Code: kateili/ssw

English (LSJ)

v. καθελίσσω.

German (Pape)

[Seite 1394] ion. = καθελίσσω; Her. 7, 181; κατειλίχατο, = κατειλιγμένοι ἦσαν, 7, 76.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατειλίσσω Ion. voor καθελίττω.

Russian (Dvoretsky)

κατειλίσσω: ион. = *καθελίσσω.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλίσσω: Ἰων. ἀντὶ καθελίσσω, Ἡρόδ.

Greek Monolingual

κατειλίσσω (Α)
ιων. τ. βλ. καθελίσσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθε(ι)λίσσω με ιων. ψίλωση].

Greek Monotonic

κατειλίσσω: Ιων. αντί καθ-ελίσσω.