πάλτο

From LSJ
Revision as of 11:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάλτο Medium diacritics: πάλτο Low diacritics: πάλτο Capitals: ΠΑΛΤΟ
Transliteration A: pálto Transliteration B: palto Transliteration C: palto Beta Code: pa/lto

English (LSJ)

v. πάλλω.

French (Bailly abrégé)

v. πάλλω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάλτο ep. indic. aor. med. 3 sing. van πάλλω.

Russian (Dvoretsky)

πάλτο: эп. 3 л. sing. aor. med. к πάλλω.

Greek (Liddell-Scott)

πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.

English (Autenrieth)

see πάλλω.

Greek Monolingual

το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].

Greek Monotonic

πάλτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του πάλλω.