παράπτομαι

From LSJ
Revision as of 10:47, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράπτομαι Medium diacritics: παράπτομαι Low diacritics: παράπτομαι Capitals: ΠΑΡΑΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: paráptomai Transliteration B: paraptomai Transliteration C: paraptomai Beta Code: para/ptomai

English (LSJ)

Med., A apply, of ointments, Asclep. ap. Gal.12.584, 681, cf.13.250, Aët.12.34:—Pass., χερσὶ παραπτομένα πλάτα fitted to the hands, plied by the hands, dub. l. in S.OC717 (lyr.); π. σανίδων fixed along planks, Apollod.Poliorc.173.15. II Med., touch in passing or slightly, Men.66.4, Plu.Cleom.37; αὐτοῦ δακτύλῳ π. Sor. 1.108. 2 touch by mistake, Hippiatr.49. 3 have dealings with, γυναικὸς ἢ ἀνδρὸς PMag.Par.1.2173. 4 approach, τῆς εἰς τὸ νοσῶδες παρατροπῆς Apollon. ap. Orib.7.19.5.

French (Bailly abrégé)

1 toucher en passant;
2 toucher légèrement, particul. humecter légèrement;
3 toucher par mégarde.
Étymologie: παρά, ἅπτω.

Greek Monotonic

παράπτομαι: Μέσ., δένομαι κοντά σε — Παθ., χερσὶ παραπτομένα πλάτα, προσαρμοσμένα στα χέρια, εφαρμοσμένα στα χέρια, σε Σοφ.· άλλοι το θεωρούν συγκοπτ. του παραπετομένα, πετόμενος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-άπτομαι licht aanraken.