διακατέχω
English (LSJ)
A hold fast, Apollon.Cit.1, Ruf.Anat.4; hold in the mouth, Heraclid. Tarent. ap. Gal.12.958; of splinters of bone, Aët. 15.14; keep in check, ἐπιβολάς Plb.2.51.2, etc. II hold in possession, ib.70.3; inhabit, ib.17.5; occupy, hold, LXX Ju.4.7(6), Onos. 18; ξενικοῖς ὅπλοις τὴν πόλιν D.S.14.32; δ. ἐπαρχείαν, = Lat. obtinere provinciam, OGI441.108; ἱερωσύνην Decr. ap. J.AJ14.10.4: of the head of a school, [σχολὴν] δυ' ἔτη Phld.Acad.Ind.p.100M., cf. p.108M. III keep on foot, τὸν πόλεμον D.S.15.82.
Spanish (DGE)
• Morfología: [fut. 1a plu. διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.); aor. inf. med.-pas. διακατεισχῆσθαι ICr.3.4.9.105 (Itanos II a.C.)]
1 tener el mando sobre, tener el control o la dirección de ὁ τὴν Ἀσίαν ἐπαρχείαν διακατέχων IKnidos 31.3.23 (II/I a.C.), cf. IStratonikeia 505.117 (I a.C.), δυ' ἔτη διακατασχόντος (τὴν σχολήν) habiendo mantenido la dirección (de la escuela) durante dos años Apollod.Hist.55.4, cf. Phld.Stoic.Hist.29.3, τὴν ἱερωσύνην διακατέσχον ostentaron la dignidad sacerdotal Decr. en I.AI 14.199
•conservar, retener τὴν ἀρχήν Plb.2.70.3
•mantener, prolongar τὸν πρὸς Ἠλείους πόλεμον D.S.15.82.
2 adueñarse de, ocupar, hacerse con el control de τὰς ἀναβάσεις τῆς ὀρεινῆς LXX Iu.4.7, ὀχθώδεις ... τόπους Onas.18, ξενικοῖς ὅπλοις διακατεῖχον τὴν πόλιν D.S.14.32, (τὰ οἰκίδια) PWash.Univ.20.8 (IV d.C.), φάσκοντες διακατέχειν με τὸ χρυσίον PLips.34.13 (IV d.C.)
•ocupar, habitar un territorio τὰ δὲ πρὸς τὸν Ἀδρίαν ἤδη προσήκοντα ἄλλο γένος πάνυ παλαιὸν διακατέσχεν Plb.2.17.5.
3 poseer conforme a derecho, tener la propiedad de, ser el propietario de τοὺς προειρημένους τόπους ICr.3.4.9.42 (Itanos II a.C.), μενουσῶν τῶν ... διακατοχῶν παρὰ τοῖς νῦν διακατέχουσιν quedando las propiedades en poder de los actuales propietarios, IEphesos 8.53 (I d.C.), cf. PBeatty Panop.2.143 (III d.C.), ἃ πρότερον εἰργάζετο βασιλεὺς Ἄτταλος, οὔτε διακατέχει ὁ δῆμος ἡμῶν ... IPr.111.112 (I a.C.), πόθεν διακατέχεις τὸ οἰκόπεδον; ... ἀπὸ διαδοχῆς τοῦ πατρός POxy.3758.108 (IV d.C.), (τὴν οἰκίαν) PTor.Choachiti 12.9.18, cf. 10.5 (II a.C.), PStras.4.8 (VI d.C.) en BL 1.404, PStras.310.11 (VI d.C., cf. BL 7.248), SB 7519.5, PStras.248.4 (ambos VI d.C.), en v. pas. τὴν χώραν τὴν ὑπὸ τὴν διαμφισβήτησιν ἠγμένην διακατεσχημένην τε ὑπὸ Ἰτανίων ICr.3.4.9.55, cf. 105 (Itanos II a.C.), οἰκόπεδον ... διακατεχόμενον ὑπὸ τῶν ἀντιδίκων ἀπὸ πατρῴας αὐτῶν διαδοχῆς SB 8246.44 (IV d.C.).
4 c. ac. de pers. retener, confinar τριῶν ἡμερῶν γὰρ σήμερον διακατέχει μοι (l. με) ἐπὶ τῆς κώμης hoy hace tres días que me tiene retenido en el pueblo, POxy.3417.29 (IV d.C.)
•poseer, dominar en v. pas. ἀκμὴν διακατεχομένη τῇ νωθρίᾳ que se encuentra todavía dominada por la enfermedad, PWisc.84.6 (II d.C.).
5 medic. sujetar, contener manteniendo unido τὴν ἐξηρθρηκυῖαν χεῖρα Apollon.Cit.1.6, δευτέρα (μῆνιγξ) ... ἡ ... διακατέχουσα τὴν σύστασιν (τοῦ ἐγκεφάλου) Ruf.Anat.4, ref. a las esquirlas de un hueso, Aët.15.14 (p.59)
•mantener, retener un enjuagatorio en la boca, Heraclid.204.
6 contener, mantener a raya τὰς τῶν ἐν Μακεδονίᾳ βασιλέων ἐπιβολάς Plb.2.51.2, τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν Plb.6.55.2.
German (Pape)
[Seite 581] (s. ἔχω), = κατέχειν, 1) inne haben, bewohnen, Pol. 2, 17; behaupten, ἀ ρχήν 2, 70; vgl. 4, 55. – 2) auf-, in Schranken halten, τὰς ἐπιβολάς τινος, Pol. 2, 51; τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν 6, 55; Sp.; πόλεμον, den Krieg hinhalten, in die Länge ziehen, D. Sic. 15, 82.
French (Bailly abrégé)
1 tenir en échec, arrêter, contenir;
2 faire traîner en longueur;
3 détenir, conserver en sa possession.
Étymologie: διά, κατέχω.
Russian (Dvoretsky)
διακατέχω:
1 удерживать, сохранять (в своих руках) (τὴν ἀρχήν Polyb.; τὴν πόλιν Diod.);
2 удерживать, сдерживать, отбивать (τὴν ἐπιφορὰν τῶν ἐχθρῶν Diod.);
3 удерживать, продолжать занимать (τὰ πρὸς τὸν Ἀδρίαν Polyb.);
4 затягивать (τὸν πόλεμον Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
διακατέχω: ἀναστέλλω, ἐμποδίζω, ἀναχαιτίζω, Πολύβ. 2. 51, 2, κτλ. ΙΙ. διατηρῶ ὑπὸ τὴν κατοχήν μου, αὐτόθι 70, 3· κατοικῶ, αὐτόθι 17, 5. ΙΙΙ. συντηρῶ, τὸν πόλεμον Διόδ. 15. 82.
Greek Monolingual
(Α διακατέχω)
έχω στην κατοχή μου και νέμομαι κάτι
αρχ.
1. αναχαιτίζω, αναστέλλω
2. συντηρώ
3. κατοικώ
4. καταλαμβάνω.
Léxico de magia
sujetar firmemente ref. a Helios σὲ ἐπικαλοῦμαι, προπάτωρ, καὶ δέομαι σου, ... ὁ τὸ ῥίζωμα διακατέχων te invoco a ti, primer padre, y te suplico a ti, el que sujeta firmemente la raíz P I 205