καταμήνιος
English (LSJ)
ον, A monthly, of wages, IG12.339.30, al.; καθάρσεις Ph.1.45; αἷμα Gal.UP14.3. 2 hired by the month, BGU1521 (iii B. C.), POxy.2155.8(iv A. D.). II Subst. καταμηνίη, ἡ (sc. κάθαρσις), = καταμήνια, τά, prob. in IG12(5).646 (Ceos). 2 τὰ κ. menses of women, Hp.Aph.3.28, Arist.GA 727a18, al., Plot.2.9.12, etc.: sg. -μήνιον, τό, Arist.HA573a16, Gal. 8.423, Speus. ap. Alex.Aphr.in Metaph.699.31.
German (Pape)
[Seite 1363] monatlich, τὰ καταμήνια, die monatliche Reinigung bei den Frauen, Hippocr.; Arist. H. A. 3, 12. 7, 2 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mensuel ; subst. ὁ καταμήνιος PAPY ouvrier loué au mois ; ἡ καταμήνιος (κάθαρσις), τὰ καταμήνια les menstrues.
Étymologie: κατά, μήν.
Greek (Liddell-Scott)
καταμήνιος: -ον, (μὴν) ὁ κατὰ μῆνα γινόμενος, ἔμμηνος, ἐπιμήνιος·- τὰ καταμ. (δηλ. καθάρματα), ἡ κατὰ μῆνα τῶν γυναικῶν κάθαρσις, ἡ περιοδικὴ τῶν γυναικῶν αἱμορραγία, ὡς καὶ ἐπιμήνια, Ἱππ. Ἀφ. 1248· οὐ γίνεται ῥόος τὰ καταμήνια καλεύμενα Ἱππ. 423, 53, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 19, 10· πρβλ. 17, 3., 4. 8, 10, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 2, 1· ἡ ὁρμὴ τῶν γυναικείων κ., κ. ἀλλ.· ὅταν τὰ κ. στῇ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3, 12· καί, ἡ φορὰ τῶν κ. 3, 19· καὶ τὰ γυναικεῖα γίνεται 7, 2· ἐν τοῖς Ἑβδ. (Γέν. ΛΑ', 35) τὰ κατ’ ἐθισμὸν τῶν γυναικῶν μοι ἐστίν· ὁ Κοραῆς ἑρμηνεύει διὰ τοῦ «συνήθεια συνηθεῖα, σύνηθα».
Spanish
Greek Monolingual
-α, -ο (Α καταμήνιος, -ον)
(ιδίως για μισθό και για την εμμηνορρυσία) αυτός που γίνεται κατά μήνα («καταμήνιος κύκλος»)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα καταμήνια
τα έμμηνα, ο καταμήνιος κύκλος, η εμμηνορρυσία
αρχ.
1. αυτός που πληρώνεται με μηνιαίο μισθό
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καταμηνίη
τα έμμηνα τών γυναικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. «κατά μήνα].
Léxico de magia
-ον subst. plu. τά κ. flujo menstrual βρέξον αὐτὰ εἰς τὰ καταμήνια τῆς γυναικὸς οὔσης ἐν ἀφέδρῳ, βρέξατω αὐτὰ εἰς τὴν φύσιν ἑαυτῆς mójalas (las arvejas) en el flujo menstrual de una mujer que esté menstruando, deben mojarse en su sexo mismo P XXXVI 322