μελίχροος

From LSJ
Revision as of 14:28, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίχροος Medium diacritics: μελίχροος Low diacritics: μελίχροος Capitals: ΜΕΛΙΧΡΟΟΣ
Transliteration A: melíchroos Transliteration B: melichroos Transliteration C: melichroos Beta Code: meli/xroos

English (LSJ)

ον, contr. μελί-χρους, ουν, A = μελίχλωρος, AP12.165 (Mel.), 244 (Strat.). 2 = μελίχρως, PPetr.3p.4, al. (iii B. C.), PCair.Zen. 76.9 (iii B. C.): in gen. μελιχρόου PStrassb.87.14 (ii B. C.). II honied, οἶνος Hp.Aff.43 (sed leg. μελιχρόν).

German (Pape)

[Seite 125] zsgzgn -χρους, χρουν, honigfarbig, gelbbraun, Mel. 31 (XII, 165) u. a. Sp., μελίχροϊ νέκταρι Tryph. 113.

Russian (Dvoretsky)

μελίχροος: стяж. μελίχρους 2 цвета меда, т. е. смуглый Plat. ap. Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μελίχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, = μελίχλωρος, Ἀνθ. Π. 12. 165, πρβλ. 244 II. μελιχρός, μὲ μέλι παρεσκευασμένος, γλυκύς, οἶνος Ἱππ. 526. 39, κτλ.· - δοτ. κατὰ μεταπλ. μελίχροϊ Τρυφ. 113.

Greek Monotonic

μελίχροος: -ον, συνηρ. -χρους, -ουν (χρόα), το προηγ., σε Ανθ.