λαχανεία
From LSJ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
ἡ, A culture of pot herbs, κῆπος λαχανείας a garden of herbs, LXX De.11.10, cf. PCair.Zen.269.22 (iii B.C.), PPetr.3p.236 (iii B.C.), PTeb.60.39 (ii B.C.), al., Sch.Od.7.127 (pl.), Ptol.Tetr. 81. II = λαχανισμός, J.BJ4.9.8.
German (Pape)
[Seite 19] ἡ, Anbau der Gartengewächse, Gemüsebau, Ios., LXX.
Greek (Liddell-Scott)
λᾰχᾰνεία: ἡ, ἡ καλλιέργεια τῶν λαχάνων, κῆπος λαχανείας Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΑ΄, 10)· = κῆπος λαχάνων, αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΚΑ΄, 2). ΙΙ. = λαχανισμός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 9, 8.
Greek Monolingual
λαχανεία, ἡ (Α) λαχανεύω
1. καλλιέργεια λαχάνων
2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα.