λαχανεία

From LSJ

τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰχᾰνεία Medium diacritics: λαχανεία Low diacritics: λαχανεία Capitals: ΛΑΧΑΝΕΙΑ
Transliteration A: lachaneía Transliteration B: lachaneia Transliteration C: lachaneia Beta Code: laxanei/a

English (LSJ)

ἡ,
A culture of pot herbs, κῆπος λαχανείας a garden of herbs, LXX De.11.10, cf. PCair.Zen.269.22 (iii B.C.), PPetr.3p.236 (iii B.C.), PTeb.60.39 (ii B.C.), al., Sch.Od.7.127 (pl.), Ptol.Tetr. 81.
II = λαχανισμός, J.BJ4.9.8.

German (Pape)

[Seite 19] ἡ, Anbau der Gartengewächse, Gemüsebau, Ios., LXX.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰχᾰνεία: ἡ, ἡ καλλιέργεια τῶν λαχάνων, κῆπος λαχανείας Ἑβδ. (Δευτερ. ΙΑ΄, 10)· = κῆπος λαχάνων, αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΚΑ΄, 2). ΙΙ. = λαχανισμός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 9, 8.

Greek Monolingual

λαχανεία, ἡ (Α) λαχανεύω
1. καλλιέργεια λαχάνων
2. λαχανισμός, το να μαζεύει, να κόβει κανείς λάχανα.