Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
Full diacritics: Δρόμιος | Medium diacritics: Δρόμιος | Low diacritics: Δρόμιος | Capitals: ΔΡΟΜΙΟΣ |
Transliteration A: Drómios | Transliteration B: Dromios | Transliteration C: Dromios | Beta Code: *dro/mios |
ὁ, A god of the race-course, epithet of Hermes in Crete, GDI 5115. II in Metric, δρόμιος (sc. πούς), ὁ, the foot -, Choerob. in Heph.p.218C.
Δρόμιος, ο (Α)
επίθετο του Ερμή στην Κρήτη ως προστάτη τών αγώνων δρόμου.