Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαμαισύκη

From LSJ
Revision as of 16:52, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

Δοὺς τῇ τύχῃ τὸ μικρὸν ἐκλήψῃ μέγα → Dans parva sorti recipies, quae magna sunt → Es zahlt das Glück dir kleinen Einsatz groß zurück

Menander, Monostichoi, 124
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαισύκη Medium diacritics: χαμαισύκη Low diacritics: χαμαισύκη Capitals: ΧΑΜΑΙΣΥΚΗ
Transliteration A: chamaisýkē Transliteration B: chamaisykē Transliteration C: chamaisyki Beta Code: xamaisu/kh

English (LSJ)

[ῡ], ἡ, A thyme spurge, Euphorbia Chamaesyce, Dsc.4.169, Plin.HN24.134: Adj. χᾰμαι-σύκινος, η, ον, Gloss. II = ἀστράγαλος VII, Ps.-Dsc.4.61.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαισύκη: [ῡ], ἡ, χαμηλὴ συκῆ, εἶδος τιθυμάλλου ἢ «γαλατσίδας», «ἡ χαμαισύκη ... κλῶνας ἀνίησι τετραδακτύλους, ἐπὶ γῆς ἐρριμμένους, περιφερεῖς, ὀποῦ μεστούς· φύλλα φακοειδῆ, τῷ πέπλῳ ὅμοια, μικρά, λεπτά, πρὸς τῇ γῇ· καρπὸς δὲ ὑπὸ τοῖς φύλλοις στρογγύλος» Διοσκ. 4. 170, Πλίν. 24. 83. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Σύμμικτα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γ΄, σ. 564.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βοτ. είδος παπαρούνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι)- + συκῆ].

German (Pape)

ἡ, die Erdfeige, eine Art Wolfsmilch, Diosc.