ἐπισέληνος
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ον, (σελήνη) moon-shaped: ἐπισέληνα, τά, moon-shaped cakes, Pl.Com.174.10 (nisi leg. ἐπισέλινα); = πόπανα μηνοειδῆ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 976] mondförmig, ἐπισέληνα, mondförmige Kuchen, πόπανα μηνοειδῆ Hesych.; Plat. com. bei Ath. X, 441 f.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισέληνος: -ον, (σελήνη) ἔχων σχῆμα σελήνης· ἐπισέληνα, τά, πλακοῦντες τοιούτου σχήματος, λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 2. 10. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπισέληνα· πόπανα μηνοειδῆ».
Greek Monolingual
ἐπισέληνος, -ον (Α) σελήνη
μηνοειδής, αυτός που έχει το σχήμα της σελήνης («λαγῷα δώδεκ’ ἐπισέληνα», Πλάτ. Κωμ.).