νωχελία
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
English (LSJ)
Ep. νωχελίη, ἡ, laziness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Il.19.411, cf. Orph.Fr.286, Vett.Val.2.6 (pl.), Iamb.VP15.65:—also νωχέλεια, Orib.Fr.58, Hsch.
German (Pape)
[Seite 274] ἡ, = νωχέλεια; Hom. vrbdt Il. 19, 411 βραδττῆτί τε νωχελίῃ τε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
lenteur, nonchalance.
Étymologie: νωχελής.
Russian (Dvoretsky)
νωχελία: ион. νωχελίη ἡ вялость, лень (βραδυτὴς καὶ ν. Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
νωχελία: Ἐπικ. τύπος τοῦ νωχέλεια, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νωχελία, επικ. τ. νωχελίη, ἡ (Α)
βλ. νωχέλεια.
Greek Monotonic
νωχελία: ἡ, Επικ. -ίη, τεμπελιά, οκνηρία, νωθρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
νωχελία, επιξ -ίη, ἡ, [from νωχελής
laziness, sluggishness, Il.