κάρπωμα
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
English (LSJ)
ατος, τό, A fruit, A.Supp.1001; profit, Hsch. II offering offruits, LXX Nu.18.9; cf. κάρπωσις ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 1329] τό, das Eingesammelte, die Frucht, Aeseh. Suppl. 979; der Ertrag, Nutzen, Sp. Das von Früchten als Opfer Dargebrachte, LXX.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
fruit.
Étymologie: καρπόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρπωμα -ατος, τό [καρπόω] vrucht.
Russian (Dvoretsky)
κάρπωμα: ατος τό плод Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
κάρπωμα: τό, καρπός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1001· κέρδος, Ἡσύχ. ΙΙ. προσφορά, Ἑβδ. (Ἀριθ. ΙΗ', 9)· πρβλ. κάρπωσις. II.
Greek Monolingual
κάρπωμα, τὸ (Α) καρπώ
1. καρπός («καρπώματα στάζοντα κηρύσσει Κύπρις», Αισχύλ.)
2. προσφορά καρπών («ἀπὸ τῶν ἡγιασμένων ἁγίων τῶν καρπωμάτων ἀπὸ πάντων τῶν δώρων αὐτῶν», ΠΔ)
3. ωφέλεια, κέρδος.