ἀνερεύγω
μηδένα πρὸ τοῦ τέλους μακάριζε → call no man happy until he dies, call no man happy till he dies, it ain't over till the fat lady sings, the opera ain't over till the fat lady sings, count no man happy until he is dead, it's not over till it's over, count no man blessed before his end
English (LSJ)
throw up, disgorge, ἀνήρῠγεν ἀτμόν (aor. 2) Nonn.D.1.239; ἰωήν ib.485:—Pass., discharge itself, of a river, Arist.Mu.392b16, A.R.2.744.
Spanish (DGE)
1 tr. vomitar, devolver τὰ σιτία Hp.Salubr.7, τι τᾶς χολᾶς Men.Asp.451, ἀτμόν Nonn.D.1.239, ἰωήν Nonn.D.1.485
•fig. proferir ὀμφαίης ἀνερεύγετο θέσφατον ἠχοῦς Nonn.D.6.89.
2 intr. en v. med. desembocar ποταμοὶ ἀνερευγόμενοι εἰς θάλασσαν Arist.Mu.392b16, cf. A.R.2.744.
German (Pape)
[Seite 226] ausspeien, hervorstoßen, αὐδὴν ἀνήρυγεν Nonn. – Med., sich ergießen, von Flüssen, Arist. mund. 3, 1; Ap. Rh. 2, 749.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερεύγω: ἀναπέμπω, ἐκβάλλω διὰ τοῦ στόματος, ἀνήρῠγεν ἀτμὸν (ἀόρ. β΄) Νόνν. Δ. 1. 239· ἰωὴν αὐτόθι 485: - Μέσ., ἐπὶ ποταμῶν, ἐκβάλλω, χύνομαι, [ποταμοῖς] ἀνερευγομένοις εἰς θάλασσαν Ἀριστ. π. Κόσμ. 3. 1· ἀνερεύγεται εἰς ἅλα βάλλων Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 746.
Greek Monolingual
ἀνερεύγω (Α)
1. εξεμώ, ξερνώ
2. μέσ. (για ποταμούς) εκβάλλω, χύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερεύγω, του ερεύγομαι (Ι) «κάνω εμετό, εκβάλλω»].