ἐγκαθείργω

From LSJ
Revision as of 17:10, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγκαθείργω Medium diacritics: ἐγκαθείργω Low diacritics: εγκαθείργω Capitals: ΕΓΚΑΘΕΙΡΓΩ
Transliteration A: enkatheírgō Transliteration B: enkatheirgō Transliteration C: egkatheirgo Beta Code: e)gkaqei/rgw

English (LSJ)

and ἐγκάθ-γνῡμι, shut up, enclose, ib.5.1.2; φορβείᾳ τὸ ῥαγδαῖον Plu.2.456c:— Pass., ib.951b, Jul.Or.7.206b:—also ἐγκατείργω, Agath.1.11, al.:— Pass., Aret.SA1.5, Herm. ap. Stob.1.49.44.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): -κατ- Agath.1.11.5
• Morfología: [pas. ind. fut. 1a plu. ἐγκατειρχθησόμεθα Corp.Herm.Fr.23.34]
1 encerrar, aprisionar τὴν γυναῖκα ... ἐγκαθείρξας I.BI 1.54, ἐκέλευσε δήσαντας αὐτὸν ἐγκαθεῖρξαί τινι οἰκήματι σκοτεινῷ X.Eph.2.6.5, τοὺς δυσμενεῖς Agath.l.c., ἐν τοῖς σπηλαίοις τῶν πετρῶν ἑαυτοὺς ἐγκαθείρξαντες Pall.H.Laus.58.1, en v. pas. ἀκοντίσαι τοὺς ἐγκαθειργμένους I.AI 17.178, αἰκισμοῖς πολλοῖς ... ἡμᾶς κατέστησεν ... ἐγκαθειργμένους PMasp.2.2.6 (VI d.C.)
en v. pas., c. suj. de cosa o abstr. quedar encerrado o atrapado dentro πνεῦμα δὲ ἐγκατειρχθὲν τὰ πάντα σείσῃ Aret.SA 1.5.7, πῦρ ... ἐν τῇσι κοιλίῃσι ἀμφοῖν ἐγκαθειργμένον Aret.SA 2.8.5, del alma dentro del cuerpo: ὅ τι θεοειδέστατον ... ἐγκαθειργμένον Gr.Thaum.Pan.Or.2.33, εἰς ἄτιμα ... σκηνώματα Corp.Herm.Fr.l.c., τὴν ψυχὴν ἔχων ... ἐγκαθειργμένην en el cuerpo, Iul.Or.7.206b.
2 constreñir, contener φορβειᾷ ... τοῦ πνεύματος τὸ ῥαγδαῖον ἐγκαθεῖρξε Plu.2.456c, τοῖς αἰσθητοῖς τὸν νοῦν ἐγκαθείρξαντες limitando la conciencia a (el testimonio de) los sentidos Thdt.M.83.560B.

German (Pape)

[Seite 703] darin einschließen; οἰκήματι σκοτεινῷ Xen. Eph. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγκαθείργω: καὶ -γνῦμι: μέλλ. -ξω, ἐγκλείω, περιορίζω, κατακλείω, Πλούτ. 2. 951Β.