τετράδειον
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
[ᾰ], τό, square, ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος Supp.Epigr. 7.135.18 (Palmyra, ii A.D.). (Choerob. in An.Ox.2.269 distinguishes τετράδειον (sine expl.) from τετράδιον the ὑποκοριστικόν.)
Greek (Liddell-Scott)
τετράδειον: τό, τὸ ἐκ τεσσάρων συνεστώς, ἀπόσπασμα στρατιωτικὸν ἐκ τεσσάρων ἀνδρῶν, ὅπερ ἐκαλεῖτο καὶ ἐξώβιγλον, «διὰ διφθόγγου καὶ προπαροξύνεται· ἡ παράδοσις» Χοιροβοσκ. ἐν Ἀνεκδ. Ὀξων. 2. 269· οὕτω, τετράδιον Φίλων 2. 533, Πράξ. Ἀποστ. ιβ΄, 4. 2) ὡς καὶ νῦν, τετράδιον δεδιπλωμένον εἰς τέσσαρα, ἔχον τέσσαρα φύλλα, Συνέσ. 1537, Κύριλλ. Ἀλ. Χ, 68Β, Ἀναστ. Σιν. 41, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, Α τετράς, -άδος
1. τετράγωνο («ἐν τῷ τετραδείῳ τῆς πόλεος», επιγρ.)
2. τετράδιο.