συντριβής

From LSJ
Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντρῐβής Medium diacritics: συντριβής Low diacritics: συντριβής Capitals: ΣΥΝΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: syntribḗs Transliteration B: syntribēs Transliteration C: syntrivis Beta Code: suntribh/s

English (LSJ)

ές, A living together, Hsch. 2 crushed by, worn out by, καμάτῳ Procop.Goth.4.23, cf. Aed.1.7.

Greek (Liddell-Scott)

συντρῐβής: -ές, συνδιατρίβων, συνών. «συντριβής· συνδιατρίβουσα, συνοῦσα» Ἡσύχ.· εἰθισμένος εἴς τι, τινι Προκόπ.

Greek Monolingual

-ές, Α συντρίβω
1. αυτός που ζει μαζί με κάποιον
2. αυτός που είναι συνηθισμένος σε κάτι μαζί με άλλον
3. συντετριμμένος.

German (Pape)

ές, = σύντριψ, Hesych.