ἐμβαρύθω
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
English (LSJ)
[ῠ], A to be heavy upon, κράατι Nic.Th.324: abs., of disease, ib.468, v.l.inAl.541. II of smell, to be offensive, Id.Th.512.
Spanish (DGE)
(ἐμβᾰρύθω)
• Prosodia: [ῡ]
1 ser pesado, tener peso κράατι de cierto reptil, Nic.Th.324
•incidir con su peso ἀθρόοι ἐμβαρύθουσι ciertos peces sobre las artes de pesca, Opp.H.3.142, cf. 4.96, (ὀδμή) ἐμβαρύθουσα olor pesado, e.d., fuerte Nic.Th.512.
2 producir pesadez, molestias, embarazar ὕδρωψ ἄλγεσιν ἐμβαρύθουσα la hidropesía, embarazosa por sus dolores Nic.Th.468, cf. Al.541 (cód.).
German (Pape)
[Seite 805] darin, darauf schwer sein, lasten; κράατι Nic. Th. 324; übertr., τρόμος Al. 554; vom Geruche, Th. 512; – τί, belasten, Opp. H. 4, 26.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβαρύθω: εἶμαι βαρύς, κράατι δ᾿ ἐμβαρύθει Νικ. Θηρ. 324. ΙΙ. ἐπὶ ὀσμῆς, εἶμαι βαρεῖα, ἀχθεινή, ἀηδής, ὀδμὴ... ἐμβαρύθουσα αὐτόθι 512, πρβλ. Ἀλεξιφ. 554.
Greek Monolingual
ἐμβαρύθω (Α)
1. αισθάνομαι βάρος («κράατι δ' ἐμβαρύθει»)
2. (για οσμή) είμαι βαρειά, ενοχλητική.