ἀνθρωπίσκος
αἵ τε γὰρ συμφοραὶ ποιοῦσι μακρολόγους → For, in addition, our misfortunes make us long-winded (Appian, Libyca 389.3)
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἄνθρωπος, manikin, E.Cyc.316, Pl.R.495c; with a shade of contempt, Id.Phdr.243a, cf. Luc.Pisc.17; ἰδιώτας ἀ. κωμῳδῶν Ar.Pax751.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ dim. hombrecillo E.Cyc.316, Pl.R.495c
•c. sent. despect., Pl.Phdr.243a, Luc.Pisc.17, ἰδιώτας ἀνθρωπίσκους κωμῳδῶν Ar.Pax 751.
German (Pape)
[Seite 234] ὁ, ein Menschlein, wie das Vorige gebraucht, Plat. Phaedr. 248 a; Luc. Pisc. 17 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. ἀνθρώπιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθρωπίσκος: ὁ Eur., Plat. = ἀνθρώπιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρωπίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἄνθρωπος, μικρὸς ἄνθρωπος, «ἀνθρωπάκι», Λατ. homuncio, Εὐρ. Κύκλ. 316, Πλάτ. Πολ. 495C· οὐκ ἰδιώτας ἀνθρωπίσκους κωμῳδῶν Ἀριστοφ. Εἰρ. 751.
Greek Monolingual
ο (Α ἀνθρωπίσκος)
ανθρώπιον, ανθρωπάκος.
Greek Monotonic
ἀνθρωπίσκος: ὁ = ἀνθρώπιον, σε Ευρ., Πλάτ.